- αρύβαλλος
- Πήλινο αγγείο, που το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές της αρχαίας Ελλάδας, για να βάζουν το λάδι που τους ήταν απαραίτητο στην παλαίστρα. Από τις αγγειογραφίες γνωρίζουμε ότι το κρεμούσαν με κορδόνι από τον καρπό. Στην επιφάνειά του είχε παραστάσεις. Από την Κόρινθο, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε, διαδόθηκε εξαιτίας του βολικού του σχήματος ως ελαιοδοχείο και σε άλλες περιοχές (Βοιωτία, Αττική). Τον 5o αι. συναντούμε στην Αττική μια παραλλαγή του γνωστή ως αρυβαλλοειδής λήκυθος.
Ο αρύβαλλος, πήλινο αγγείο κορινθιακής προέλευσης, πρωτοπαρουσιάστηκε γύρω στο 725 π.Χ. (Μουσείο της Κορίνθου· φωτ. Ι. Ντεκόπουλου).
* * *ἀρύβαλλος, ο (Α)1. σακούλα από δέρμα ή ύφασμα που ανοιγοκλείνει με κορδόνι2. ποτήρι με στενό λαιμό3. φιάλη με λάδι την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Στησίχορο και τον Αντιφάνη με σημασία «σάκος που κλείνει με κορδόνι», ενώ στον Αριστοφάνη και τον Αθηναίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει «φιαλίδιο με στενό λαιμό, είδος ποτιστηριού». Άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογία του αρύβαλλος < αρύειν + βάλλειν δεν είναι ικανοποιητική, γιατί προϋποθέτει ως αρχική τη σημασία του ποτιστηριού, πράγμα που αμφισβητείται, ενώ κατ' άλλους η λ. αποτελεί αιγαιακό ή βορειοβαλκανικό δάνειο].
Dictionary of Greek. 2013.